τιμούχων

τιμούχων
τίμουχος
having honour
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”